- πηρός
- -ά, -όν, Α1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι», Ανθ. Παλ.)2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.)3. (για σκέψεις) ανόητος («πηροὶ οἱ λογισμοί», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., όπως συμβαίνει συχνά με λ. που αναφέρονται σε ατέλειες, αδυναμίες τού σώματος. Έχει προταθεί η σύνδεση τού πηρός με τη λ. πῆμα, η οποία, όμως, προσκρούει στην παρουσία μακρού -ᾱ- στους τ. πᾱρῶ / πηρῶ, πᾶρος / πῆρος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι το -α- τού κρητικού τ. παρῶ είναι βραχύ, ενώ το μακρό -ᾱ- τού πᾶρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Το επίθ. πηρός είχε αρχικά τη σημ. «ασθενής, αδύναμος, ανάπηρος» και γενικότερα «αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος», και μέσα από τη σημ. αυτή απέκτησε αργότερα και τη σημ. «τυφλός», η οποία δεν απαντά στον Όμηρο].
Dictionary of Greek. 2013.